- βρωτήρ
- βρω-τήρ, ῆρος, ὁ,A eating,
βρωτῆρας αἰχμάς A.Eu. 803
;ὀδόντες Nic.Al.421
;ἱππάκης βρωτῆρες . . Σκύθαι A.Fr.198
: as Subst. in pl., of insects, etc., Orph.L.599; moth, Aq.Is.50.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βρωτῆρας αἰχμάς A.Eu. 803
;ὀδόντες Nic.Al.421
;ἱππάκης βρωτῆρες . . Σκύθαι A.Fr.198
: as Subst. in pl., of insects, etc., Orph.L.599; moth, Aq.Is.50.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βρωτήρ — βρωτήρ, ο (Α) [βιβρώσκω] εκείνος που κατατρώγει ή αφανίζει … Dictionary of Greek
βρωτήρ — eating masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρωτῆρας — βρωτήρ eating masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρωτῆρες — βρωτήρ eating masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρωτήρων — βρωτήρ eating masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… … Dictionary of Greek
βώτριδα — η ο σκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. βώτριδα < *βρώτιδα < αρχ. *βρώτις < βιβρώσκω* (πρβλ. βρωτήρ «σκόρος»)] … Dictionary of Greek
gʷer-1, gʷerǝ- — gʷer 1, gʷerǝ English meaning: to devour; throat Deutsche Übersetzung: “verschlingen, Schlund” Material: 1. O.Ind. giráti, giláti, gr̥ṇüti “devours” (Fut. gariṣyati, participle gīrṇ a “verschlungen”; gír (in compounds)… … Proto-Indo-European etymological dictionary